ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έγκλειση σε τάξη (η) | class inclusion |
εγκιβωτισμένος,-η,-ο | embedded |
εγκιβωτισμός (ο) | embedding |
εγκλεισμένος,-η,-ο | included |
έγκλειση (η) | inclusion |
εγκλείον «εμείς» (το) | inclusive “we” |
εγκλείουσα διάζευξη (η) | inclusive disjunction |
εγκλείον πρώτο πρόσωπο (το) | inclusive first person |
εγκλείουσα έναντι αποκλείουσας διάζευξης (η) | inclusive vs exclusive disjunction |
εγκιβωτισμός των κατασκευών (ο) | nesting of construction |