ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
έλξη (η) attraction
Ελληνικά EL
ελλιπών,-ούσα,-όν ellipted
ελληνισμός (ο) grecism
Ελληνικά (τα) Greek
Έλληνες γραμματικοί (οι) greek grammarians
ελληνικός-ή-ό hellenic
εμβάπτιση (η) immersion
έμβαση (η) onset
ελλιπής παθητική (δομή) (η), παθητική (δομή) χωρίς δράστη (η) short passive