ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έλξη (η) | attraction |
Ελληνικά | EL |
ελλιπών,-ούσα,-όν | ellipted |
ελληνισμός (ο) | grecism |
Ελληνικά (τα) | Greek |
Έλληνες γραμματικοί (οι) | greek grammarians |
ελληνικός-ή-ό | hellenic |
εμβάπτιση (η) | immersion |
έμβαση (η) | onset |
ελλιπής παθητική (δομή) (η), παθητική (δομή) χωρίς δράστη (η) | short passive |