ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ελλειπτική (πτώση) (η) | abessive |
Ελκύω, προσελκύω | attract |
ελλειματικός | defective |
ελκτική αλυσίδα | drag chain |
ελίτ (η) | elite |
ελεύθερος,-η,-ο | free |
Ελεύθερος τύπος (ο) | free form |
ελκτική αλυσίδα (η) | pull chain |
ελικοειδής | spiral |
ελλείπον/κενό/μηδενικό υποκείμενο | zero subject |