ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Ελλειπτική (πτώση) (η) abessive
Ελκύω, προσελκύω attract
ελλειματικός defective
ελκτική αλυσίδα drag chain
ελίτ (η) elite
ελεύθερος,-η,-ο free
Ελεύθερος τύπος (ο) free form
ελκτική αλυσίδα (η) pull chain
ελικοειδής spiral
ελλείπον/κενό/μηδενικό υποκείμενο zero subject