ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
έλεγχος control
Έλεγχος (ο) control
ελεγχόμενο στοιχείο controlee
ελεγχόμενη σύνθεση (η) controlled composition
ελεγχόμενο λεξιλόγιο ορισμού (το) controlled defining vocabulary
ελεγχόμενες διεργασίες controlled processesing
ελεγκτής controller
ελεγκτής controller
ελαχιστότητα (η) minimality
έλεγχος (ο) monitoring