ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εισαγωγή δεδομένων data entry
εισαγωγή δεδομένων entering data
εισαγόμενο υλικό εστίασης (το) focus input
εισαγόμενο υλικό πλαισίωσης (το), πλαισιωτικό εισαγόμενο υλικό (το) framing input
εισαγωγή ημιφώνου (η) glide insertion
Εισαγόμενο (το), είσοδος (η), εισαγόμενο υλικό (το) input
εισάγω insert
εισαγωγή (η) insertion
ειρωνεία (η) irony
εισαγόμενο από τον ακροατή (το) other-initiated