ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εικονογραφημένο λεξικό (το) illustrateddictionary
εικονογράφηση (η) illustration
εικονομεταφορά (η) image metaphor
εικονοσχήμα (το) image schema / image-schema
Εικονογράφος (ο) pictograph
εικονογραφικό σύμβολο (το) pictographic symbol
Εικονογραφία (η) pictography
Εικονογραφία (η) pictography
εικονόγραπτο παράδειγμα (το) pictorial illustration
εικονόγραπτο λεξικό (το) picture dictionary