ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ετρουσκικός-ή-ό | Etruscan |
ετυμολογικός | etymological |
ετυμολογικό λεξικό | etymological dictionary |
ετυμολογικό ζεύγος (το) | etymological doublet |
ετυμολογική πλάνη | etymological fallacy |
ετυμολογική πληροφορία (η) | etymological information |
ετυμολογική λεξικογραφία (η) | etymological lexicography |
ετυμολογία | etymology |
ετυμολογικό σχήμα (το) | figura etymologica |
ετοιμοπαράδοτο σύστημα | turnkey system |