ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εσωτερικό αντικείμενο (το) | cognate object |
εσωτερική πραγωγή (η) | inner derivation |
εσωτερική ομιλία (η) | inner speech |
εσωτερική σύραγγα (η) | inner tunnel |
εσωτερική επάρκεια (η) | internal adequacy |
εσωτερική διγλωσσία (η) | internal diglossia |
εσωτερική κλίση (η) | internal inflection |
Εσωτερική συγχώνευση (η) | Internal merge |
εσωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) | internal search path |
Εσωτερική διδακτέα ύλη (η) | internal syllabus |