ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εστίαση (η) attention
εστιακός,-ή,-ό focal
εστίαση (η) focalisation
εστία (η) focus
εστίαση (η) focus
εστιακό χρώμα (το) focus
εστιάζω focus
Εστίαση (η), εστιάζω, εστία (η) focus
εστίαση στον τύπο (η) focus on form
εστίαση (η) focusing