ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ερμηνευτικός explanatory
ερμηνευτική επάρκεια explanatory adequacy
ερμηνευτική / επεξηγηματική επάρκεια (η) Explanatory adequacy
ερμηνευτικό διάγραμμα (το) explanatory chart
ερμηνευτικό λεξικό (το) explanatory dictionary
ερμηνευτικό ισοδύναμο (το) explanatory equivalent
Ερμηνευτική λειτουργία (η) interpretation function
ερμηνευτής (ο) interpreter
ερμηνευτικό λάθος (το) interpretive error
ερμηνευτική σημασιολογία (η) interpretive semantics