ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έρευνα σε φαινομενικό χρόνο (η) | apparent-time study |
έρευνα για τα λεξικά | dictionary research |
έργον (το) | ergon |
ερευνητής μεγάλης εμβέλειας (ο) | long-ranger |
έρευνα (η) | research |
ερεθίσματα | stimuli |
Ερέθισμα (το) | stimulus |
Ερέθισμα (το) | stimulus |
ερέθισμα και αντίδραση | stimulus and response |
έρευνα σχετικά με το χρήστη (η) | user research |