ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίπεδο διασύνδεσης (το) interface
επίπεδο διασύνδεσης (το) interface level
επίπεδο (το) level
επίπεδο (το), επίπεδος-η-ο, σχηματίζομαι αναλογικά level
Επίπεδο Ε (Εννοιοποίησης) (το) level C
επίπεδο ανάλυσης (το) level of analysis
επίπεδο βάθους (το) level of depth
Επίπεδο Μ (το) M-level
επίπεδο (το) tier
επίπεδο Λ (το) W-level