ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επίπεδο διασύνδεσης (το) | interface |
επίπεδο διασύνδεσης (το) | interface level |
επίπεδο (το) | level |
επίπεδο (το), επίπεδος-η-ο, σχηματίζομαι αναλογικά | level |
Επίπεδο Ε (Εννοιοποίησης) (το) | level C |
επίπεδο ανάλυσης (το) | level of analysis |
επίπεδο βάθους (το) | level of depth |
Επίπεδο Μ (το) | M-level |
επίπεδο (το) | tier |
επίπεδο Λ (το) | W-level |