ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαγωγή (η) | implication |
επαγωγικός ορισμός (ο) | inductive definition |
επαγωγικές γενικεύσεις (οι) | inductive generalisations |
επαγωγική ικανότητα (η) | inductive language learning ability |
επαγωγική μάθηση (η) | inductive learning |
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό | inferential |
επαγωγική κατανόηση (η) | inferential comprehension |
επαγωγική σημασιολογία (η) | inferential semantics |
επαγωγική μάθηση, μάθηση μέσω επαγωγής (η) | learning by induction |
επαγωγή σχήματος (η) | schema induction |