ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξωμετρικότητα επιθέτου (η) adjective extrametricality
εξωμετρικότητα συμφώνου consonant extrametricality
εξωκεντρικός exocentric
Εξωκεντρικό σύνθετο (το) exocentric compound
Εξωκεντρικό σύνθετο (το) Exocentric compound
εξωκεντρική δομή (η) exocentric construction
εξωμετρικότητα extrametricality
εξωπυρηνικός extranuclear
εξωπροσωδιακότητα extraprosodicity
εξωμετρικότητα ονόματος (η) noun extrametricality