ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξόγκωση (η) bunching
Εξόγκωση (η) Bunching, bunch
έξοδος (η) coda (Co)
εξισωτικός equational
Εξισωτικός-ή-ό, εξομοιωτικός-ή-ό equational / equative
εξισωτικόρήμα equational verb
εξισωτικός equative
εξοικείωση (η) familiarity
εξολκέας χαρακτηριστικού feature extractor
έξοδος (η) output