ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξειδικευμένο λεξικό ενός πολιτισμού (το) culture-specific dictionary
εξεζητημένος όρος (ο) inkhorn term
εξεζητημένος όρος (ο), επιτήδευση (η) inkhornism
εξειδικευμένα συνομιλιακά υπονοήματα (τα) particularised conversational implicatures
εξειδικευμένο κόρπους (το) specialised corpus
εξειδικευμένο λεξικό (το) specialised dictionary
εξειδικευμένη λεξικογραφία (η) specialised lexicography
εξειδικευμένη σημασία (η) specialised meaning
εξειδικευμένη έννοια (η) specialised sense
εξειδικευμένο λεξικό (το) specialist dictionary