ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξειδικευμένο λεξικό ενός πολιτισμού (το) | culture-specific dictionary |
εξεζητημένος όρος (ο) | inkhorn term |
εξεζητημένος όρος (ο), επιτήδευση (η) | inkhornism |
εξειδικευμένα συνομιλιακά υπονοήματα (τα) | particularised conversational implicatures |
εξειδικευμένο κόρπους (το) | specialised corpus |
εξειδικευμένο λεξικό (το) | specialised dictionary |
εξειδικευμένη λεξικογραφία (η) | specialised lexicography |
εξειδικευμένη σημασία (η) | specialised meaning |
εξειδικευμένη έννοια (η) | specialised sense |
εξειδικευμένο λεξικό (το) | specialist dictionary |