ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξασθένηση (η) | attenuation |
εξασθένηση (η) | attrition |
εξαρτώμενος από τα συμφραζόμενα | context-dependent |
εξαρτώμενος | dependent |
Εξαρτώμενος-η-ο, εξαρτημένος-η-ο | dependent |
εξάρτηση στοιχείου πλήρωσης - κενού (η) | filler-gap dependency |
εξασθένηση (η) | lenisization |
Εξάρτηση μεγάλης απόστασης (η) | long-distance dependency |
εξασθένηση (η) | weakening |
εξάρτηση-wh (η) | wh-dependency |