ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενθύμημα (το) | enthymeme |
ενίσχυση (η) | fortition |
ενθηματοποίηση (η) | infixation |
ενθηματοποίηση (η) | infixing |
ενικός αριθμός (ο) | singular (sg, SG, sing) |
ενικός (αριθμός) | singular number |
ενικό όνομα (το) | singulare tantum |
ενικός περιληπτικών ονομάτων (ο) | singulative |
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) | Uniform Resource Locator |
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) | URL |