ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εναρμόνιση εννοιών | concept harmonization |
εναρκτική φράση | cue phrase |
εναρκτικό ρήμα (το) | inceptive |
εναρκτικός,-ή,-ό | inceptive (incep, INCEP) |
εναρκτικός,-ή,-ό | inchoative |
εναρκτικό ρήμα (το) | inchoative |
εναρκτικός,-ή,-ό | ingressive |
εναρκτήρια λειτουργία (η) | initiation |
εναρκτήριο όργανο (το) | initiator |
εναρκτικός,-ή,-ό | initive |