ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Εναλλακτική (η) alternant
εναλλακτικός-ή-ό alternative
εναλλακτική επικοινωνία (η) alternative communication
εναλλακτική λεξικογραφία (η) alternative lexicography
εναλλακτική αρχή (η) alternative principle
εναλλακτικές ερωτήσεις (οι) alternative questions
εναλλακτικοί κανόνες (οι) alternative rules
εναλλακτικό σύνολο (το) alternative set
εναλλακτική λειτουργία (η) switch function
εναλλακτική αναφορά switch reference