ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εμποδίζω | block |
εμποδίζω | block |
εμπορικά λεξικά (τα) | commercial dictionaries |
Εμπλαίτ (η) (γλώσσα) | Eblaite |
εμπειριστής (ο) | empiricist |
εμπλουτίζω | enhance |
έμπειρο σύστημα | expert system |
εμποδιστικός,-ή,-ό | obstruent |
εμποδιστικά (τα) | obstruents |
εμπορική ονομασία (η) | tradename |