ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εμβόλιμος τύπος (ο) filler
εμβόλιμος,-η,-ο intervening
έμβαση της φωνής (η) onset of voicing
εμμένουσα αφομοίωση (η) perseverative assimilation
εμβέλεια ύφους (η), εύρος ύφους (το) register range
εμμένουσα αφομοίωση regressive assimilation
εμμένουσα ή οπισθοχωρητική αφομοίωση regressive/anticipatory assimilation
εμβέλεια (η) scope
εμβέλεια κατηγόρησης (η), πεδίο κατηγόρησης (το) scope of predication
εμβέλεια δομική structural scope