ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εμβόλιμος τύπος (ο) | filler |
εμβόλιμος,-η,-ο | intervening |
έμβαση της φωνής (η) | onset of voicing |
εμμένουσα αφομοίωση (η) | perseverative assimilation |
εμβέλεια ύφους (η), εύρος ύφους (το) | register range |
εμμένουσα αφομοίωση | regressive assimilation |
εμμένουσα ή οπισθοχωρητική αφομοίωση | regressive/anticipatory assimilation |
εμβέλεια (η) | scope |
εμβέλεια κατηγόρησης (η), πεδίο κατηγόρησης (το) | scope of predication |
εμβέλεια δομική | structural scope |