ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελεύθερο αρθρωτή χαρακτηριστικό (το) | articulator-free feature |
ελεύθερος προσδιορισμός (ο) | free adjunct |
ελεύθερος συσχετισμός (ο) | free correlation |
ελεύθερος λόγος (ο) | free discourse |
ελεύθερο μόρφημα (το) | free morpheme |
ελεύθερο στοιχείο απάντησης (το) | free response item |
ελεύθερος δυναμικός τόνος (ο) | free stress |
ελεύθερος δυναμικός τόνος (ο) | Free stress |
ελεύθερο φωνήεν (το) | free vowel |
ελεύθερο δένδρο (το) | wild tree |