ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ελεύθερο αρθρωτή χαρακτηριστικό (το) articulator-free feature
ελεύθερος προσδιορισμός (ο) free adjunct
ελεύθερος συσχετισμός (ο) free correlation
ελεύθερος λόγος (ο) free discourse
ελεύθερο μόρφημα (το) free morpheme
ελεύθερο στοιχείο απάντησης (το) free response item
ελεύθερος δυναμικός τόνος (ο) free stress
ελεύθερος δυναμικός τόνος (ο) Free stress
ελεύθερο φωνήεν (το) free vowel
ελεύθερο δένδρο (το) wild tree