ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελάχιστη προσπάθεια (η) | least effort |
ελάχιστο ζεύγος (το) | minimal pair |
ελάχιστη σάρωση (η) | minimal scansion |
ελάχιστη προτασιακή δομή (η) | minimal sentential clause |
ελάχιστη μονάδα στην οποία μπορεί να περιοριστεί μια πρόταση (η) | minimal terminable unit |
ελάχιστη λέξη (η) | minimal word |
ελάχιστη ελεύθερη μορφή (η) | minimum free form |
ελάχιστη φάση (η) | minimum phase |
ελάχιστη τροποποίηση (η) | minor modification |
ελάχιστη πρόταση (η) | minor sentence |