ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ελάχιστη προσπάθεια (η) least effort
ελάχιστο ζεύγος (το) minimal pair
ελάχιστη σάρωση (η) minimal scansion
ελάχιστη προτασιακή δομή (η) minimal sentential clause
ελάχιστη μονάδα στην οποία μπορεί να περιοριστεί μια πρόταση (η) minimal terminable unit
ελάχιστη λέξη (η) minimal word
ελάχιστη ελεύθερη μορφή (η) minimum free form
ελάχιστη φάση (η) minimum phase
ελάχιστη τροποποίηση (η) minor modification
ελάχιστη πρόταση (η) minor sentence