ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκχωρώ assign
Ελαμιτική (η) (γλώσσα) Elamite
Ελαμιτική-Δραβιδική (η) (γλώσσα) Elamite-Dravidian
Ελαμο-δραβιδική (η) (γλώσσα) Elamo-Dravidian
εκφωνητικός,-ή,-ό locutionary
ελάσσων,-ων,-ον minor
ελάσσων-ελάσσων-έλασον, ελάχιστος-η-ο minor
ελάσσων άρθρωση (η) minor articulation
ελάσσων διαφορά (η) minor difference
ελάττωμα ομιλίας (το) speech defect