ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ευθυγραμμίζω | align |
ευθυγράμμιση (η) | alignment |
ευθυγράμμιση κειμένων (η) | alignment of texts |
ευθεία πτώση (η) | casus rectus |
ευθύς-εία-ύ | direct |
ευθύς λόγος (ο) | direct discourse |
ευθεία μέθοδος | direct method |
ευθεία ερώτηση | direct question |
ευθύς λόγος | direct speech |
ευθεία γλωσσική πράξη | direct speech act |