ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ετεροπροσωπία (η) | disjoint reference |
ετεροκατηγοριακή κεφαλή (η) | heterocategorial head |
ετερόκλιτος-η-ο | heteroclitic |
ετερογραφικός,-ή,-ό | heterographic |
ετερογραφικό σύστημα (το) | heterographic system |
ετεροργανικός,-ή,-ό | heterorganic |
ετεροιώνω/-ομαι | mutate |
ετεροίωση (η) | mutation |
ετεροδιόρθωση (η) | other-repair |
ετεροίωση φωνήεντος (η) | vowel mutation |