ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ετεροπροσωπία (η) disjoint reference
ετεροκατηγοριακή κεφαλή (η) heterocategorial head
ετερόκλιτος-η-ο heteroclitic
ετερογραφικός,-ή,-ό heterographic
ετερογραφικό σύστημα (το) heterographic system
ετεροργανικός,-ή,-ό heterorganic
ετεροιώνω/-ομαι mutate
ετεροίωση (η) mutation
ετεροδιόρθωση (η) other-repair
ετεροίωση φωνήεντος (η) vowel mutation