ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Εσωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) corpus-internal evidence
εσωτερική γλώσσα (η) esoteric language
εσωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) innersearch path
εσωτερική απόδειξη (η) internal evidence
εσωτερική γλώσσα (η) internal language
Εσωτερική ανοικτή άρμοση (η) Internal open juncture
εσωτερική αποκατάσταση (η) internal reconstruction
εσωτερική αποσύνθεση (η) internal reconstruction
εσωτερική ανασύνθεση (η) internal reconstruction
εσωτερική γραμματική (η) intrenal grammar