ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ερμηνευτικός | explanatory |
ερμηνευτική επάρκεια | explanatory adequacy |
ερμηνευτική / επεξηγηματική επάρκεια (η) | Explanatory adequacy |
ερμηνευτικό διάγραμμα (το) | explanatory chart |
ερμηνευτικό λεξικό (το) | explanatory dictionary |
ερμηνευτικό ισοδύναμο (το) | explanatory equivalent |
Ερμηνευτική λειτουργία (η) | interpretation function |
ερμηνευτής (ο) | interpreter |
ερμηνευτικό λάθος (το) | interpretive error |
ερμηνευτική σημασιολογία (η) | interpretive semantics |