ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
έρευνα σε φαινομενικό χρόνο (η) apparent-time study
έρευνα για τα λεξικά dictionary research
έργον (το) ergon
ερευνητής μεγάλης εμβέλειας (ο) long-ranger
έρευνα (η) research
ερεθίσματα stimuli
Ερέθισμα (το) stimulus
Ερέθισμα (το) stimulus
ερέθισμα και αντίδραση stimulus and response
έρευνα σχετικά με το χρήστη (η) user research