ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επιτέλεση (η), επίτευγμα/επίτευξη (η) achievement
επιτομή (η) compendium
επιτόνηση (η) intonation
επιτέλεση (η) performance
επιτελεστικός,-ή,-ό performative
επιτελεστική ανάλυση (η) performative analysis
επιτελεστική αντίφαση/αντινομία (η) performative antinomy
επιτελεστική πρόταση (η) performative sentence
επιτελεστικό εκφώνημα (το) performative utterance
επιτελεστικό ρήμα (το) performative verb