ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επιτάχυνση (η) acceleration
επιτελέσεις (οι) achievements
επισχέσεις (οι) hedges
επιτακτικός,-ή,-ό injunctive
επιστημονικό και τεχνικό λεξιλόγιο (το) scientific and technical vocabulary
επιστημονικό λεξικό (το) scientific dictionary
επιστημονική μελέτη της γλώσσας scientific study of language
επιστρωματικός-ή-ό superstratal
επιστρωματικός,-ή,-ό superstrate
επίστρωμα (το) superstratum