ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επιρρηματικό (το) adposition
Επιρρηματική πρόταση (η) adverb clause
επιρρηματική φράση (η) adverb phrase
επιρρηματικός,-ή,-ό adverbial
επιρρηματικό (το) adverbial
Επιρρηματικό (το), Επιρρηματικός-ή-ό adverbial
επιρρηματική πρόταση (η) adverbial clause
επιρρήμματα ποσοδεικτικής ένδειξης (τα) adverbs of quantification
επίσημα κατάστασης (το), χαρακτηρισμός κατάστασης (ο) status label
επίσημα κειμενικότητας (το), χαρακτηρισμός κειμενικότητας (ο) textuality label