ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίπεδο προσοχής (το) level of attention
επίπεδο σάρωσης (το) level of scansion
Επίπεδος δυναμικός τόνος / τόνος (ο) Level stress/tone
επίπεδος τόνος (ο) level tone
επίπεδοι μουσικοί τόνοι (οι) level tones
επίπεδο φραστικής δομής (το) phrase-structure level
Επίπεδο Φ (το) P-level
επίπεδο ύφους register
Επίπεδο ύφους (το), διάστημα (το) register
Επίπεδο/α / στρώμα/τα (το/τα) Stratum, strata