ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίθετο,το adjectival
επικαλυπτής (ο) masker
επικαλυπτόμενα αντώνυμα (τα) overlapping antonyms
επικαλυπτικη κατανομή (η) overlapping distribution
επίθημα (το) suffix (SUFF) / s-fix
επιθηματοποίηση (η) suffixation
επιθηματοποίηση suffixing
επιθηματικός-ή-ό suffixing
επίθετο (το), επώνυμο (το) surname
επιθυμία wish