ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίθ. (επίθετο) (το) adj
επίθεση (η) adposition
επιδείνωση (σημασίας) deterioration
Επιδείνωση (η), χειροτέρευση (η) deterioration
επίδραση διάρκειας durational effect
επίθεση (η) epithesis
επίζευξη, διδυμία (η) epizeuxis
επιδιωκόμενη συναγωγή (η) intended inference
επίθεση (η) paragoge
επιθεματικο άρθρο (το) post-positive article