ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επίθ. (επίθετο) (το) | adj |
επίθεση (η) | adposition |
επιδείνωση (σημασίας) | deterioration |
Επιδείνωση (η), χειροτέρευση (η) | deterioration |
επίδραση διάρκειας | durational effect |
επίθεση (η) | epithesis |
επίζευξη, διδυμία (η) | epizeuxis |
επιδιωκόμενη συναγωγή (η) | intended inference |
επίθεση (η) | paragoge |
επιθεματικο άρθρο (το) | post-positive article |