ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επηρεάζω το άλφα affect alpha
Επιβαρυμένος-η-ο, Επηρεασμένος-η-o affected
επηρεασμένος,-η,-ο affected
επιβαρυμένος,-η,-ο affected
επηρεασμένο αντικείμενο (το) affected object
επηρεασμένο αντικείμενο (το) affectum
επιβάλλομαι δομικά c-command
επετηρίδα πληροφορικής για τις ανθρωπιστικές σπουδές (η) humanities computing yearbook
επιβάρυνση (η) overhead
επι-θέση postposition (P)