ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαμφοτερίζων,-ουσα,-ον | coalescent |
επαμφοτερίζων-ουσα-ον / αμοιβαίος-α-ο | coalescent / reciprocal |
επαμφοτερίζουσα αφομοίωση (η) | coalescent assimilation |
επαναδιευθέτηση (η) | rearrangement |
επανακατηγοριοποίηση (η) | recategorization |
επανακατηγοροποιώ | recategorize |
επαμφοτερίζουσα αφοιμοίωση (η) | reciprocal assimilation |
Επανακρεολοποίηση (η) | recreolization |
Επαναδρομικά αριθμήσιμος-η-ο, αναδρομικά αριθμήσιμος-η-ο | Recursively enumerable |
επαναδρομή (η) | recursiveness |