ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επαμφοτερίζων,-ουσα,-ον coalescent
επαμφοτερίζων-ουσα-ον / αμοιβαίος-α-ο coalescent / reciprocal
επαμφοτερίζουσα αφομοίωση (η) coalescent assimilation
επαναδιευθέτηση (η) rearrangement
επανακατηγοριοποίηση (η) recategorization
επανακατηγοροποιώ recategorize
επαμφοτερίζουσα αφοιμοίωση (η) reciprocal assimilation
Επανακρεολοποίηση (η) recreolization
Επαναδρομικά αριθμήσιμος-η-ο, αναδρομικά αριθμήσιμος-η-ο Recursively enumerable
επαναδρομή (η) recursiveness