ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαλήθευση αυθεντικότητας (η), αυθεντικοποίηση (η), επικύρωση (η), πιστοποίηση (η) | authentication |
επαλήθευση (η) | checking |
επαληθευτικός,-ή,-ό | checking |
Επαλήθευση (η), επαληθευτικός-ή-ό | checking |
επαληθευτικός τομέας (ο) | checking domain |
επαληθευτική ερώτηση ετικέτας (η) | checking tag |
επαμφοτερίζουσα / αμοιβαία αφομοίωση (η) | coalescent / reciprocal assimilation |
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό | inferential |
επαλήθευση ομιλητή(η) | speaker verification |
επαληθευτική | verificationist |