ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επαλήθευση αυθεντικότητας (η), αυθεντικοποίηση (η), επικύρωση (η), πιστοποίηση (η) authentication
επαλήθευση (η) checking
επαληθευτικός,-ή,-ό checking
Επαλήθευση (η), επαληθευτικός-ή-ό checking
επαληθευτικός τομέας (ο) checking domain
επαληθευτική ερώτηση ετικέτας (η) checking tag
επαμφοτερίζουσα / αμοιβαία αφομοίωση (η) coalescent / reciprocal assimilation
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό inferential
επαλήθευση ομιλητή(η) speaker verification
επαληθευτική verificationist