ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξωφορικές διεργασίες | denativization |
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) | exophor |
εξωφορική ιδιότητα | exophora |
Εξωφορικότητα (η), Εξωφορά (η), Εξωφορική ιδιότητα (η) εξωπομπή (η) | exophora |
εξωφορικός | exophoric |
εξωφορικήδέσμευση | exophoric bounding |
εξωφορική αντωνυμία (η) | exophoric pronoun |
επαγγελματική διάλεκτος (η) | occupational dialect |
επαγγελματικοί πόροι (οι) | professional resources |
επαγγελματίας της αναφοράς | reference professional |