ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δείξη κειμένου | text deixis |
δοκιμασιολογία (η), δοκιμολογία (η), τέστινγκ (το) | testing |
Διδασκαλία της Αγγλικής σε Ομιλητές Άλλων Γλωσσών (η) | TESOL |
Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας (η) | TESL |
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |
Διδασκαλία Αγγλικής ως Ξένης Γλώσσας (η) | TEFL |
διδακτική γραμματική | teaching grammar |
διατακτική(η) | taxis |
διεκπεραιωτικές δραστηριότητες | task-based approach |