ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δοκιμασία επιδόσεων (η) bench mark 
διωνυμικός,-ή,-ό binomial
διωνυμικό σύνθετο (το) binomial compound
διωνυμικός ιδιωματισμός (ο) binomial idiom
διχοτόμηση dichotomization
διχοτομία (η) dichotomy
δοκιμαζόμενος (ο) experiencer
δοθέν όνομα (το) given name
δοκιμασία μέσης γνώμης Mean Opinion Test
ΔΜ, ΜΠ SC