ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δοκιμασία επιδόσεων (η) | bench mark |
διωνυμικός,-ή,-ό | binomial |
διωνυμικό σύνθετο (το) | binomial compound |
διωνυμικός ιδιωματισμός (ο) | binomial idiom |
διχοτόμηση | dichotomization |
διχοτομία (η) | dichotomy |
δοκιμαζόμενος (ο) | experiencer |
δοθέν όνομα (το) | given name |
δοκιμασία μέσης γνώμης | Mean Opinion Test |
ΔΜ, ΜΠ | SC |