ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| διπλοκατευθυντικός,-ή,-ό | bidirectional | 
| διπλοκατευθυντική αφομοίωση (η) | bidirectional assimilation | 
| διπλοκατευθυντικότητα (η) | bidirectionality | 
| διπλολειτουργικό λεξικό (το) | bifunctional dictionary | 
| διπλόγλωσσος,-η,-ο | bilingual | 
| Διπλόγλωσσος-η-ο, δίγλωσσος-η-ο | bilingual | 
| διπλοθεσία (η) | bipositionality | 
| Διπλός σταυρός (ο) | double cross | 
| διπλοκατευθυντικό λεξικό (το) | dual-language dictionary | 
| διπλοκατευθυντικό λεξικό (το) | two-way dictionary |