ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διάβρωση (η) erosion
διαβαθμισμένη αντωνυμία (η) graded antonymy
διαβαθμισμένη γραμματικότητα (η) graded grammaticality
διαβαθμισμένο διδακτικό βιβλίο (το) graded reader
διαβαθμισμένο λεξιλόγιο (το) graded vocabulary
διαγλώσσα (η) inerlanguage
διαγλώσσα (η) interlanguage
διαγλώσσα (η) interlanguage
διαβαθμολογική αξιοπιστία (η), αξιοπιστία αξιολογητών (η) inter-rater reliability
διάβασμα των χειλιών (το) lip reading