ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεκτός όρος (ο) | admitted term |
δράστης (ο) | affector |
δείκτης προσφυμάτων (ο) | affix(ing) index |
δράστης (o) | agent |
δράστη (με/του), ποιητικό αίτιο (το), Ενδραστικός-ή-ό | agentive (AGT) |
δραστική γλώσσα (η) | agentive language |
δραστικά αντικείμενα (τα) | agentive objects |
ΔΕΕΓ (Διεθνής Ένωση Εφαρμοσμένης Γλωωσολογίας) (η) | AILA |
διανομή (η) | allocation |
διαφοροποιημένη αναπαραγωγή (η) | altered replication |