ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δομική λέξη (η) | structure word |
δομημένος | structured |
δραστηριότητες δομημένου γλωσσικού εισαγόμενου | structured input |
δομημένο στοιχείο απάντησης (το) | structured response item |
δεξιότητες μελέτης (οι) | study skills |
διορθωτής στυλ/ύφους (ο) | style checker |
διευθέτηση θεμάτων (η) | subject arrangement |
δευτερεύων-ουσα-ον | subordinate |
δευτερεύουσα πρόταση | subordinate |
δευτερεύων-ουσα-ον / υποκείμενος-η-ο / εξαρτημένος-η-ο | subordinate / dependent |