ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δομή-άγκιστρο (η) brace construction
δομή των συστατικών constituent structure
δόμημα (το) construct
δόμημα(το) construction
δομή2 (η), δόμηση (η), σύνθεση (η), κατασκευή (η) construction
δομή των λεξικών dictionary structure
δομή του λόγου (η) discourse structure
δομή χαρακτηριστικών feature structure
δομή-πλαίσιο (η)/δομή-άγκιστρο (η) frame construction
δομή(η) structure