ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διπλόγλωσση εκπαίδευση (η) | bilingual education |
διπλόγλωσση κατάκτηση γλώσσας (η) | bilingual language acquisition |
διπλόγλωσσο λεξικό εκμάθησης (το) | bilingual learner’s dictionary |
διπλόγλωσση λεξικογραφία (η) | bilingual lexicography |
διπλόγλωσσος υπολογισμός σύνταξης (ο) | bilingual syntax measure |
διπλογλωσσία (η) | bilingualism |
διπλό σύμφωνο | double consonant |
διπλό αρνητικό | double negative |
διπλό συντελεσμένο (το) | double perfect |
Διπλογλωσσία της «ελίτ» (η) | Elite bilingualism |