ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διγλωσσία (η) | bilingualism |
διαχωριστικός-ή-ό | demarcative |
διαχωριστικό χαρακτηριστικό (το) | demarcative feature |
Διαχωριστική λειτουργία | demarcative function |
διαψεύσιμος,-η,-ο | falsifiable |
δίγλωσσα λεξικά ξένων ομιλητών (τα) | foreign speaker dictionaries |
διαωτικός,-ή,-ό | interaural |
δίγλωσσα λεξικά πρόσληψης (τα) | perception dictionaries |
δίγλωσσα λεξικά παραγωγής | production dictionaries |
διαχωριστής | separator |