ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαχρονικός-ή-ό diachronic
διαχρονικό κόρπους (το) diachronic corpus
Διαχρονικό Κόρπους της Σημερινής Προφορικής Αγγλικής (το) Diachronic Corpus of Present-day Spoken English (DCPSE)
διαχρονικός χαρακτηρισμός (ο) diachronic markedness
διαχρονική σημασιολογία diachronic semantics
διαχυμένη μορφική εκπροσώπηση (η) fused exponence
διαχυμένη μετοχή (η) fused participle
διάχυση (η) fusion
διαχρονικός,-ή,-ό longitudinal
διαχρονικός-ή-ό, διαμήκης-ης-ες longitudinal