ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαχρονικός-ή-ό | diachronic |
διαχρονικό κόρπους (το) | diachronic corpus |
Διαχρονικό Κόρπους της Σημερινής Προφορικής Αγγλικής (το) | Diachronic Corpus of Present-day Spoken English (DCPSE) |
διαχρονικός χαρακτηρισμός (ο) | diachronic markedness |
διαχρονική σημασιολογία | diachronic semantics |
διαχυμένη μορφική εκπροσώπηση (η) | fused exponence |
διαχυμένη μετοχή (η) | fused participle |
διάχυση (η) | fusion |
διαχρονικός,-ή,-ό | longitudinal |
διαχρονικός-ή-ό, διαμήκης-ης-ες | longitudinal |